- αχώρετος
- -η, -ο (AM ἀχώρητος, -ον) [χωρώ]1. εκείνος που δεν χωράει κάπου («κόσμος πολύς αχώρετος») ή δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά, άπειρος («ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;» για την ενσάρκωση του Χριστού)2. αυτός τον οποίο δεν χωράει ανθρώπινος νους, ανεξιχνίαστος («αχώρετο στον νου», «ἀχώρητος τοῑς σοφοῑς ἡ τοῡ Θεοῡ ἀποκάλυψις»)αρχ.-μσν.1. όποιος δεν μπορεί να χωρέσει, να περικλείσει κάτι2. αυτός που δεν μπορεί να συλλάβει, να κατανοήσει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.